- ἕφθω
- ἑφθόωroastpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἑφθόωroastimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφθώ — ἑφθῶ, όω (Α) [ἑφθός] βράζω, μαγειρεύω … Dictionary of Greek
ἑφθῷ — ἑφθός boiled masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορύσσω — Α 1. ανακατεύω, ζυμώνω («μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα», Ιπποκρ.) 2. κηλιδώνω, λερώνω («φορύξας αἵματι πολλῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύσσω (< *φορυκjω) έχει σχηματιστεί από το θ. φορῠ (βλ. λ. φορύνω) με ουρανική παρέκταση κ (πρβλ.… … Dictionary of Greek